- ἐπιπολαίου
- ἐπιπόλαιοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
ԾԱՆԾԱՂԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 1007 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա.մ. ἑπιπολαιότερος minus profundus, magis extans, superficiarius ἑξ ἑπίπολης, ἑξ ἑπιπολαίου in superficie. Առաւել կամ յոյժ ծանծաղ. վեր ʼի վերոյ. թեթեւագոյն. ʼի վերին երեսս. ... *Որք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
επιπολαιότητα — η 1. η ιδιότητα του επιπόλαιου (βλ. λ.). 2. μτφ., κουφότητα, προχειρότητα, απερισκεψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)